μετανοημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετανοημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετανοώ
Μετοχή επεξεργασία
μετανοημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μετανοώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετανοημένος
|
μετανοημένος, -η, -ο
|