μεταναστευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταναστευτικός < μετανάστευση + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
μεταναστευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μετανάστευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μετανάστης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταναστευτικός