Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

emigrant (en)

  • ο μετανάστης, αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του, που μεταναστεύει (τη στιγμή που το κάνει)

Αντώνυμα επεξεργασία