Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμισθωμένος η μεταμισθωμένη το μεταμισθωμένο
      γενική του μεταμισθωμένου της μεταμισθωμένης του μεταμισθωμένου
    αιτιατική τον μεταμισθωμένο τη μεταμισθωμένη το μεταμισθωμένο
     κλητική μεταμισθωμένε μεταμισθωμένη μεταμισθωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμισθωμένοι οι μεταμισθωμένες τα μεταμισθωμένα
      γενική των μεταμισθωμένων των μεταμισθωμένων των μεταμισθωμένων
    αιτιατική τους μεταμισθωμένους τις μεταμισθωμένες τα μεταμισθωμένα
     κλητική μεταμισθωμένοι μεταμισθωμένες μεταμισθωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταμισθώνω

  Μετοχή επεξεργασία

μεταμισθωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία