μεταμισθωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταμισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταμισθώνω
Μετοχή επεξεργασία
μεταμισθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταμισθώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταμισθωμένος
|
μεταμισθωμένος, -η, -ο
|