Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμισθώνω < μετα- + μισθώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταμισθώνω (παθητική φωνή: μεταμισθώνομαι)

  1. (οικονομία) υπενοικιάζω
    άλλες μορφές: υπεκμισθώνω, υπομισθώνω
  2. ανανεώνω τη μίσθωση
     συνώνυμα: ξανανοικιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία