Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταμισθώνω < μετα- + μισθώνω

μεταμισθώνω (παθητική φωνή: μεταμισθώνομαι)

  1. (οικονομία) υπενοικιάζω
    άλλες μορφές: υπεκμισθώνω, υπομισθώνω
  2. ανανεώνω τη μίσθωση
     συνώνυμα: ξανανοικιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία