μεταμίσθωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταμίσθωση | οι | μεταμισθώσεις |
γενική | της | μεταμίσθωσης | των | μεταμισθώσεων |
αιτιατική | τη | μεταμίσθωση | τις | μεταμισθώσεις |
κλητική | μεταμίσθωση | μεταμισθώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταμίσθωση < μεταμισθώνω + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεταμίσθωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταμισθώνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταμίσθωση
|