μεταλλειολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταλλειολογία < μεταλλεί(ο) + -ο- + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική minéralogie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλειολογία θηλυκό
- επιστήμη που μελετά τα μεταλλεύματα και πώς μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλειολογία
- ↑ μεταλλειολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας