Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλειολογία οι μεταλλειολογίες
      γενική της μεταλλειολογίας των μεταλλειολογιών
    αιτιατική τη μεταλλειολογία τις μεταλλειολογίες
     κλητική μεταλλειολογία μεταλλειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλλειολογία < μεταλλεί(ο) + -ο- + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική minéralogie[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταλλειολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία