minéralogie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ne.ʁa.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
minéralogie | minéralogies |
minéralogie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
minéralogie | minéralogies |
minéralogie (fr) θηλυκό