minéral
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | minéral | minéraux |
θηλυκό | minérale | minérales |
minéral (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
minéral | minéraux |
minéral (fr) αρσενικό
- το ορυκτό