Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετακίνησῐς αἱ μετακινήσεις
      γενική τῆς μετακινήσεως τῶν μετακινήσεων
      δοτική τῇ μετακινήσει ταῖς μετακινήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετακίνησῐν τὰς μετακινήσεις
     κλητική ! μετακίνησῐ μετακινήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετακινήσει
γεν-δοτ τοῖν  μετακινησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακίνησις < μετακινέω / μετακινῶ, μετα-κινη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετακίνησις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μετακινέω, μετά, κίνησις και κινέω

  Πηγές επεξεργασία