μεταβολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταβολίζω και μεταβολίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαμεταβολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταβολίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταβολισμένος
|