μεσόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεσόβιος | η | μεσόβια | το | μεσόβιο |
γενική | του | μεσόβιου | της | μεσόβιας | του | μεσόβιου |
αιτιατική | τον | μεσόβιο | τη | μεσόβια | το | μεσόβιο |
κλητική | μεσόβιε | μεσόβια | μεσόβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεσόβιοι | οι | μεσόβιες | τα | μεσόβια |
γενική | των | μεσόβιων | των | μεσόβιων | των | μεσόβιων |
αιτιατική | τους | μεσόβιους | τις | μεσόβιες | τα | μεσόβια |
κλητική | μεσόβιοι | μεσόβιες | μεσόβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσόβιος < ελληνιστική κοινή μεσόβιος < αρχαία ελληνική μέσος + βίος
Επίθετο
επεξεργασίαμεσόβιος, -α, -ο
- που έχει στη διάθεσή του μέτρια οικονομικά μέσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσόβιος
|