Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοπαγετώδης η μεσοπαγετώδης το μεσοπαγετώδες
      γενική του μεσοπαγετώδους της μεσοπαγετώδους του μεσοπαγετώδους
    αιτιατική τον μεσοπαγετώδη τη μεσοπαγετώδη το μεσοπαγετώδες
     κλητική μεσοπαγετώδη(ς) μεσοπαγετώδης μεσοπαγετώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοπαγετώδεις οι μεσοπαγετώδεις τα μεσοπαγετώδη
      γενική των μεσοπαγετωδών των μεσοπαγετωδών των μεσοπαγετωδών
    αιτιατική τους μεσοπαγετώδεις τις μεσοπαγετώδεις τα μεσοπαγετώδη
     κλητική μεσοπαγετώδεις μεσοπαγετώδεις μεσοπαγετώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοπαγετώδης < μεσο- + παγετώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.so.pa.ʝeˈto.ðis/

  Επίθετο επεξεργασία

μεσοπαγετώδης, -ης, -ες

  • (γεωλογική περίοδος) για χρονική περίοδο που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παγετώδεις περιόδους
    ※ Η τελευταία παγετώδης περίοδος έληξε πριν από περίπου 12.000 χρόνια. Από τότε, με την έναρξη του Ολόκαινου, ζούμε σε μια θερμή, μεσοπαγετώδη περίοδο, όπως την ονομάζουν οι επιστήμονες. Αυτή η θερμή – και άκρως ευνοϊκή για την ευημερία μας – ανάπαυλα αναμένεται όμως ότι κάποτε θα τελειώσει. (* εφημερίδα Το Βήμα Science 2019.02.17.)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία