Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσομακροχρόνιος η μεσομακροχρόνια το μεσομακροχρόνιο
      γενική του μεσομακροχρόνιου της μεσομακροχρόνιας του μεσομακροχρόνιου
    αιτιατική τον μεσομακροχρόνιο τη μεσομακροχρόνια το μεσομακροχρόνιο
     κλητική μεσομακροχρόνιε μεσομακροχρόνια μεσομακροχρόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσομακροχρόνιοι οι μεσομακροχρόνιες τα μεσομακροχρόνια
      γενική των μεσομακροχρόνιων των μεσομακροχρόνιων των μεσομακροχρόνιων
    αιτιατική τους μεσομακροχρόνιους τις μεσομακροχρόνιες τα μεσομακροχρόνια
     κλητική μεσομακροχρόνιοι μεσομακροχρόνιες μεσομακροχρόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσομακροχρόνιος < μεσο- + μακροχρόνιος

  Επίθετο επεξεργασία

μεσομακροχρόνιος, -α, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία