μεσομακροχρόνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσομακροχρόνιος < μεσο- + μακροχρόνιος
Επίθετο επεξεργασία
μεσομακροχρόνιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με μέσα και μακρά διαστήματα χρόνου
- ※ Ευκαιρίες για μεσομακροχρόνιες επενδύσεις. (…) Οι τιμές ορισμένων μετοχών βρίσκονται σε πραγματικά χαμηλά επίπεδα και αποτελούν ευκαιρίες για ένα μεσομακροχρόνιο στρατηγικό επενδυτή. (εφ. Τα Νέα, 01.04.2000)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσομακροχρόνιος
|