μεσομήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσομήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεσομήριον < ελληνιστική κοινή μεσομήρια (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική μεσο- (μέσον) + μηρίον (συνήθως στον πληθυντικό τὰ μηρία) < μηρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.soˈmi.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐μή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσομήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσομήριο
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)