Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.soˈmi.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐μή‐ρι‐α

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μεσομήρια ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μεσομήρια ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ μεσομήρι
      γενική τῶν μεσομηρίων
      δοτική τοῖς μεσομηρίοις
    αιτιατική τὰ μεσομήρι
     κλητική ! μεσομήρι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσομήρια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεσο- (μέσον) + μηρίον συνήθως στον πληθυντικό τὰ μηρία (< μηρός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσομήρια ουδέτερο στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία