κοχώνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοχώνη | αἱ | κοχῶναι |
γενική | τῆς | κοχώνης | τῶν | κοχωνῶν |
δοτική | τῇ | κοχώνῃ | ταῖς | κοχώναις |
αιτιατική | τὴν | κοχώνην | τὰς | κοχώνᾱς |
κλητική ὦ! | κοχώνη | κοχῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοχώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοχώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοχώνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοχώνη, -ης θηλυκό
- (ανατομία) περίνεο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.131, @scaife.perseus
- Ἢν αἱ μῆτραι εἰλέωσι σφέας ἐς τὸ μεσηγὺ τῶν ἰξύων, ὀδύνη ἔχει τὴν νειαίρην γαστέρα, καὶ τὰ σκέλεα εἰρύαται, καὶ τὰς κοχώνας ἀλγέει,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.131, @scaife.perseus
- (ανατομία) (στον δυϊκό αριθμό) οι γλουτοί
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 424 (423-424)
- καὶ ταῦτα δρῶν ἐλάνθανόν ‹γ᾽›. εἰ δ᾽ οὖν ἴδοι τις αὐτῶν, | ἀποκρυπτόμενος εἰς τὼ κοχώνα τοὺς θεοὺς ἀπώμνυν·
- Και τα ᾽κανα αυτά χωρίς να με παίρνουν χαμπάρι. Αν όμως τύχαινε κάποιος να με δει, | έκρυβα το κρέας στα κωλομέρια μου κι έδινα όρκο πως δεν πήρα τίποτε.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ ταῦτα δρῶν ἐλάνθανόν ‹γ᾽›. εἰ δ᾽ οὖν ἴδοι τις αὐτῶν, | ἀποκρυπτόμενος εἰς τὼ κοχώνα τοὺς θεοὺς ἀπώμνυν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 424 (423-424)
Πηγές
επεξεργασία- κοχώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοχώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.