Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοκολπικός η μεσοκολπική το μεσοκολπικό
      γενική του μεσοκολπικού της μεσοκολπικής του μεσοκολπικού
    αιτιατική τον μεσοκολπικό τη μεσοκολπική το μεσοκολπικό
     κλητική μεσοκολπικέ μεσοκολπική μεσοκολπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοκολπικοί οι μεσοκολπικές τα μεσοκολπικά
      γενική των μεσοκολπικών των μεσοκολπικών των μεσοκολπικών
    αιτιατική τους μεσοκολπικούς τις μεσοκολπικές τα μεσοκολπικά
     κλητική μεσοκολπικοί μεσοκολπικές μεσοκολπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοκολπικός < μεσο- + κολπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interatrial[1])

  Επίθετο επεξεργασία

μεσοκολπικός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μεσοκολπικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)