μεσεγγυητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσεγγυητικός < μεσεγγυητής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μεσεγγυητικός
- που έχει σχέση με μεσεγγυητή ή μεσεγγύηση ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεσεγγυητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσεγγυητικός
|