↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσεγγύηση οι μεσεγγυήσεις
      γενική της μεσεγγύησης* των μεσεγγυήσεων
    αιτιατική τη μεσεγγύηση τις μεσεγγυήσεις
     κλητική μεσεγγύηση μεσεγγυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεσεγγυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσεγγύηση < μεσαιωνική ελληνική μεσεγγύησις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.seŋˈɟi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σεγ‐γύ‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσεγγύηση θηλυκό

  • (νομικός όρος) η μετά από συμφωνία ή η μετά από απόφαση δικαστηρίου ή άλλου οργάνου παράδοση σε τρίτο πρόσωπο επίδικου πράγματος για φύλαξη και για εξασφάλιση αμφισβητούμενων δικαιωμάτων
    συμβατική μεσεγγύηση
    δικαστική μεσεγγύηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία