↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσεγγυητής οι μεσεγγυητές
      γενική του μεσεγγυητή των μεσεγγυητών
    αιτιατική τον μεσεγγυητή τους μεσεγγυητές
     κλητική μεσεγγυητή μεσεγγυητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσεγγυητής < μεσαιωνική ελληνική μεσεγγυητής < μέσος + εγγυητής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσεγγυητής αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία