μεσεγγυητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσεγγυητής < μεσαιωνική ελληνική μεσεγγυητής < μέσος + εγγυητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσεγγυητής αρσενικό
- (νομικός όρος) αυτός στον οποίο δίνουμε κάτι ως εγγυητή, μέχρι να εκδοθεί γι’ αυτό σχετική απόφαση δικαστηρίου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μεσεγγύημα
- μεσεγγύηση
- μεσεγγυητικός
- μεσεγγυήτρια
- → δείτε τις λέξεις μέσος και εγγύηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσεγγυητής