μεσεγγυήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσεγγυήτρια < μεσεγγυητής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσεγγυήτρια θηλυκό
- (νομικός όρος) θηλυκό του μεσεγγυητής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσεγγυήτρια
|
μεσεγγυήτρια θηλυκό
|