Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεροληπτικότητα οι μεροληπτικότητες
      γενική της μεροληπτικότητας των μεροληπτικοτήτων
    αιτιατική τη μεροληπτικότητα τις μεροληπτικότητες
     κλητική μεροληπτικότητα μεροληπτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεροληπτικότητα < μεροληπτικ(ός) + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική partialité[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɾo.li.ptiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρο‐λη‐πτι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεροληπτικότητα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μεροληπτικότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)