μερεολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερεολογία < μέρος + -λογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την πολωνική mereologia (λέξη επινοημένη το 1927 από τον Πολωνό μαθηματικό Stanisław Leśniewski)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερεολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία, μαθηματικά) η μελέτη των μερών και των συνόλων που αυτά συναπαρτίζουν· η θεωρία των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ του μέρους και του όλου, καθώς και των σχέσεων ανάμεσα στα μέρη εντός του όλου που αυτά διαμορφώνουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία μερεολογία