Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερίστωμα τα μεριστώματα
      γενική του μεριστώματος των μεριστωμάτων
    αιτιατική το μερίστωμα τα μεριστώματα
     κλητική μερίστωμα μεριστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μερίστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Meristem + -ωμα < αρχαία ελληνική μεριστός + στέμμα
Ο όρος πρωτοπλάστηκε στα γερμανικά στα 1858 από τον ελβετό βοτανολόγο Καρλ Βίλχελμ φον Νέγκελι (Karl Wilhelm von Nägeli) (1817-1891) στο έργο του Beiträge zur Wissenschaftlichen Botanik (Συνεισφορές στην επιστήμη της Βοτανικής).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μερίστωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία