μελοδραματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελοδραματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μελοδραματοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίαμελοδραματοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μελοδραματοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελοδραματοποιημένος
|