↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισμός οι μελισμοί
      γενική του μελισμού των μελισμών
    αιτιατική τον μελισμό τους μελισμούς
     κλητική μελισμέ μελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελισμός αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) ο τεμαχισμός του τετράγωνου μέρους της σφραγίδας του πρόσφορου κατά την προετοιμασία των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία
  2. (αγιογραφία) απεικόνιση του Χριστού ως νηπίου μέσα σε δισκάριο στην κόγχη του ιερού βήματος που συμβολίζει τη μετουσίωση του άρτου σε Σώμα και του οίνου σε Αίμα Χριστού
  3. (μουσική, σπάνιο) μέλισμα

Σημειώσεις

επεξεργασία

Σπάνια ο Χριστός απεικονίζεται τεμαχισμένος μέσα σε δισκάριο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μελισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)