μειόκαινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειόκαινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μειόκαινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈo.ce.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμειόκαινο ουδέτερο
- (γεωλογία) η μειόκαινος εποχή ή περίοδος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μειόκαινο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειόκαινο
|