μειονοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειονοτικός < μειονότ(ητα) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.o.no.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐ο‐νο‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμειονοτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την μειονότητα ή που την απαρτίζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειονοτικός
Πηγές
επεξεργασία- μειονοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας