Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειονοτικός η μειονοτική το μειονοτικό
      γενική του μειονοτικού της μειονοτικής του μειονοτικού
    αιτιατική τον μειονοτικό τη μειονοτική το μειονοτικό
     κλητική μειονοτικέ μειονοτική μειονοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειονοτικοί οι μειονοτικές τα μειονοτικά
      γενική των μειονοτικών των μειονοτικών των μειονοτικών
    αιτιατική τους μειονοτικούς τις μειονοτικές τα μειονοτικά
     κλητική μειονοτικοί μειονοτικές μειονοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειονοτικός < μειονότ(ητα) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.o.no.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μει‐ο‐νο‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μειονοτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία