Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεθυλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεθυλικ
ός
η
μεθυλικ
ή
το
μεθυλικ
ό
γενική
του
μεθυλικ
ού
της
μεθυλικ
ής
του
μεθυλικ
ού
αιτιατική
τον
μεθυλικ
ό
τη
μεθυλικ
ή
το
μεθυλικ
ό
κλητική
μεθυλικ
έ
μεθυλικ
ή
μεθυλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεθυλικ
οί
οι
μεθυλικ
ές
τα
μεθυλικ
ά
γενική
των
μεθυλικ
ών
των
μεθυλικ
ών
των
μεθυλικ
ών
αιτιατική
τους
μεθυλικ
ούς
τις
μεθυλικ
ές
τα
μεθυλικ
ά
κλητική
μεθυλικ
οί
μεθυλικ
ές
μεθυλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεθυλικός
<
μεθύλιο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μεθυλικός, -η, -ο
(
χημεία
): ο
σχετικός
/ή/ό με την
μονοσθενή
ρίζα του
μεθυλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεθυλικός