μεγαρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγαρικός < αρχαία ελληνική Μεγαρικός (συγχρονικά αναλύεται σε Μέγαρ(α) + -ικός)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɣa.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐ρι‐κός