Δείτε επίσης: μεγαρικός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μεγαρικός Μεγαρική τὸ Μεγαρικόν
      γενική τοῦ Μεγαρικοῦ τῆς Μεγαρικῆς τοῦ Μεγαρικοῦ
      δοτική τῷ Μεγαρικ τῇ Μεγαρικ τῷ Μεγαρικ
    αιτιατική τὸν Μεγαρικόν τὴν Μεγαρικήν τὸ Μεγαρικόν
     κλητική ! Μεγαρικέ Μεγαρική Μεγαρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Μεγαρικοί αἱ Μεγαρικαί τὰ Μεγαρικᾰ́
      γενική τῶν Μεγαρικῶν τῶν Μεγαρικῶν τῶν Μεγαρικῶν
      δοτική τοῖς Μεγαρικοῖς ταῖς Μεγαρικαῖς τοῖς Μεγαρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Μεγαρικούς τὰς Μεγαρικᾱ́ς τὰ Μεγαρικᾰ́
     κλητική ! Μεγαρικοί Μεγαρικαί Μεγαρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Μεγαρικώ τὼ Μεγαρικᾱ́ τὼ Μεγαρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Μεγαρικοῖν τοῖν Μεγαρικαῖν τοῖν Μεγαρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μεγαρικός < Μέγαρ(α) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Μεγαρικός, -ή, -ό