μεγαπανίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαπανίδα < μεγα- + πανίδα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική megafauna)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαπανίδα θηλυκό
- (ζωολογία) τα μεγάλα (ή γιγάντια ή όσα είναι ψηλά στην τροφική αλυσίδα) ζώα ενός βιοτόπου, μιας περιοχής ή μιας χρονικής περιόδου ως σύνολο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- megafauna στην αγγλική Βικιπαίδεια