Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγανθής η μεγανθής το μεγανθές
      γενική του μεγανθούς* της μεγανθούς του μεγανθούς
    αιτιατική τον μεγανθή τη μεγανθή το μεγανθές
     κλητική μεγανθή(ς) μεγανθής μεγανθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγανθείς οι μεγανθείς τα μεγανθή
      γενική των μεγανθών των μεγανθών των μεγανθών
    αιτιατική τους μεγανθείς τις μεγανθείς τα μεγανθή
     κλητική μεγανθείς μεγανθείς μεγανθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγανθής < μεγα- + άνθος + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

μεγανθής

  1. (βοτανική) που έχει μεγάλα άνθη
  2. (βοτανική, κατ’ επέκταση) πολυανθής

  Μεταφράσεις επεξεργασία