μεγαλοφάνταστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοφάνταστος < μεγαλο- + φαντάζομαι + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλοφάνταστος
- που έχει μεγάλη φαντασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοφάνταστος
|
μεγαλοφάνταστος
|