μεγαλομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεγαλομάτης | η | μεγαλομάτα | το | μεγαλομάτικο |
γενική | του | μεγαλομάτη | της | μεγαλομάτας | του | μεγαλομάτικου |
αιτιατική | τον | μεγαλομάτη | τη | μεγαλομάτα | το | μεγαλομάτικο |
κλητική | μεγαλομάτη | μεγαλομάτα | μεγαλομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεγαλομάτηδες | οι | μεγαλομάτες | τα | μεγαλομάτικα |
γενική | των | μεγαλομάτηδων | — | των | μεγαλομάτικων | |
αιτιατική | τους | μεγαλομάτηδες | τις | μεγαλομάτες | τα | μεγαλομάτικα |
κλητική | μεγαλομάτηδες | μεγαλομάτες | μεγαλομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγαλομάτης < μεγαλομμάτης, μορφολογικά αναλύεται σε μεγάλ(ος) + -ο- + -μάτης
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλομάτης, -α, -ικο
- που έχει μεγάλα μάτια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλομάτης
|