↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλομάτης η μεγαλομάτα το μεγαλομάτικο
      γενική του μεγαλομάτη της μεγαλομάτας του μεγαλομάτικου
    αιτιατική τον μεγαλομάτη τη μεγαλομάτα το μεγαλομάτικο
     κλητική μεγαλομάτη μεγαλομάτα μεγαλομάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλομάτηδες οι μεγαλομάτες τα μεγαλομάτικα
      γενική των μεγαλομάτηδων των μεγαλομάτικων
    αιτιατική τους μεγαλομάτηδες τις μεγαλομάτες τα μεγαλομάτικα
     κλητική μεγαλομάτηδες μεγαλομάτες μεγαλομάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλομάτης < μεγαλομμάτης, μορφολογικά αναλύεται σε μεγάλ(ος) + -ο- + -μάτης

  Επίθετο

επεξεργασία

μεγαλομάτης, -α, -ικο

  • που έχει μεγάλα μάτια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία