μεγαλομμάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεγαλομμάτης | η | μεγαλομμάτα | το | μεγαλομμάτικο |
γενική | του | μεγαλομμάτη | της | μεγαλομμάτας | του | μεγαλομμάτικου |
αιτιατική | τον | μεγαλομμάτη | τη | μεγαλομμάτα | το | μεγαλομμάτικο |
κλητική | μεγαλομμάτη | μεγαλομμάτα | μεγαλομμάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεγαλομμάτηδες | οι | μεγαλομμάτες | τα | μεγαλομμάτικα |
γενική | των | μεγαλομμάτηδων | — | των | μεγαλομμάτικων | |
αιτιατική | τους | μεγαλομμάτηδες | τις | μεγαλομμάτες | τα | μεγαλομμάτικα |
κλητική | μεγαλομμάτηδες | μεγαλομμάτες | μεγαλομμάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγαλομμάτης < μεσαιωνικό μεγαλόμματος < μεγάλος + ὀμμάτιο(ν) (< από τη γενική ὄμματος της λέξης (αρχαία ελληνική) ὄμμα)
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλομμάτης, -α, -ικο
- προγενέστερη γραφή της λέξης μεγαλομάτης, η οποία στα τέλη του 20ου αιώνα απλουστεύθηκε με το ορθογραφικό και ετυμολογικό κριτήριο ότι προέρχεται από το μεγάλος + μάτι