↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μεγαλήτωρ οἱ/αἱ μεγαλήτορες
      γενική τοῦ/τῆς μεγαλήτορος τῶν μεγαλητόρων
      δοτική τῷ/τῇ μεγαλήτορ τοῖς/ταῖς μεγαλήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγαλήτορ τοὺς/τὰς μεγαλήτορᾰς
     κλητική ! μεγαλῆτορ μεγαλήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεγαλήτορε
γεν-δοτ τοῖν  μεγαλητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλήτωρ < μεγαλ- + ἦτορ. Αναλύεται σε μέγας + ἦτορ. Δείτε συγγενή: σανσκριτική महात्मन् (mahātman, μεγάλο πνεύμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλήτωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό, και σε επιθετική λειτουργία

Συγγενικά

επεξεργασία