μεγαλήτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μεγαλήτωρ | οἱ/αἱ | μεγαλήτορες |
γενική | τοῦ/τῆς | μεγαλήτορος | τῶν | μεγαλητόρων |
δοτική | τῷ/τῇ | μεγαλήτορῐ | τοῖς/ταῖς | μεγαλήτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | μεγαλήτορᾰ | τοὺς/τὰς | μεγαλήτορᾰς |
κλητική ὦ! | μεγαλῆτορ | μεγαλήτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεγαλήτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεγαλητόροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγαλήτωρ < μεγαλ- + ἦτορ. Αναλύεται σε μέγας + ἦτορ. Δείτε συγγενή: σανσκριτική महात्मन् (mahātman, μεγάλο πνεύμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλήτωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό, και σε επιθετική λειτουργία
- μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος, μεγάθυμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 365 (365-367)
- Τόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ | ἀμφίπολος Σικελὴ λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ, | ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν καλὴν βάλεν·'
- Τότε τον μεγαλόψυχο Λαέρτη, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, | η σικελιώτισσα γυναίκα επήρε να τον λούζει, τον άλειψε μετά με λάδι, | του φόρεσε ωραία χλαίνη·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Τόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ | ἀμφίπολος Σικελὴ λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ, | ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν καλὴν βάλεν·'
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 255 (254-256)
- “τέκνον ἐμόν, κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη | δώσουσ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν | ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·
- «Τέκνον, τες νίκες η Αθηνά κι η Ήρα θα σου δώσουν | αν το θελήσουν, αλλά συ στο στήθος θα δαμάσεις | την μεγαλόκαρδην ψυχήν· προτίμα να ᾽σαι πράος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- “τέκνον ἐμόν, κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη | δώσουσ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν | ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 656 (654-656)
- ἔνθα δ᾽ ἐγὼν ἐπ᾽ ἄεθλα δαΐφρονος Ἀμφιδάμαντος | Χαλκίδα τ᾽ εἲς ἐπέρησα· τὰ δὲ προπεφραδμένα πολλὰ | ἄεθλ᾽ ἔθεσαν παῖδες μεγαλήτορες·
- Από εκεί εγώ για τους αγώνες του φιλοπόλεμου Αμφιδάμαντα | πέρασα στη Χαλκίδα. Πολλά τα έπαθλα όρισαν με προκήρυξη | οι γιοι του γενναιόκαρδου.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνθα δ᾽ ἐγὼν ἐπ᾽ ἄεθλα δαΐφρονος Ἀμφιδάμαντος | Χαλκίδα τ᾽ εἲς ἐπέρησα· τὰ δὲ προπεφραδμένα πολλὰ | ἄεθλ᾽ ἔθεσαν παῖδες μεγαλήτορες·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 365 (365-367)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεγαλήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.