Δείτε επίσης: Μεγίστη, μέγιστη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγίστη οι μέγιστες
      γενική της μεγίστης των μεγίστων
    αιτιατική τη μεγίστη τις μέγιστες
     κλητική μεγίστη μέγιστες
Δείτε και την κλίση του θηλυκού επιθέτου μέγιστη στο μέγιστος.
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγίστη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μέγιστος στον αρχαίο, λόγιο τύπο → δείτε και τη λέξη μέγιστη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈʝi.sti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γί‐στη
τονικό παρώνυμο: μέγιστη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγίστη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μεγίστη

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .