μαυρόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈvɾo.psi.xos/
Επίθετο
επεξεργασίαμαυρόψυχος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαυρόψυχος
|