Δείτε επίσης: Ματρακάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ματρακάς οι ματρακάδες
      γενική του ματρακά των ματρακάδων
    αιτιατική τον ματρακά τους ματρακάδες
     κλητική ματρακά ματρακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματρακάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική matrak (ρόπαλο) < αραβική مطرقة (matrakah, ξυλόσφυρο) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.tɾaˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐τρα‐κάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματρακάς αρσενικό

  1. (εργαλείο) είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, [2] σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή
    άλλες μορφές: μαντρακάς
  2. (προφορικό) όχημα,αυτοκίνητο ξεχαρβαλωμένο ή χαλασμένο, σακαράκα, σαράβαλο [3]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. @slang.gr: από τον παρόμοιο ήχο των ξεκολλημένων εξαρτημάτων.