ξυλόσφυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυλόσφυρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξυλόσφυρον[1] ξυλό- + σφυρ(ί) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυλόσφυρο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ξύλο και σφυρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξυλόσφυρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .