ματαιοπονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματαιοπονία | οι | ματαιοπονίες |
γενική | της | ματαιοπονίας | των | ματαιοπονιών |
αιτιατική | τη | ματαιοπονία | τις | ματαιοπονίες |
κλητική | ματαιοπονία | ματαιοπονίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ματαιοπονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ματαιοπονία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.te.o.poˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ται‐ο‐πο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματαιοπονία θηλυκό
- ο χαμένος κόπος, η προσπάθεια που είναι καταδικασμένη να αποτύχει στο στόχο της
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ματαιοπονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ματαιοπονίᾱ | αἱ | ματαιοπονίαι | ||||
γενική | τῆς | ματαιοπονίᾱς | τῶν | ματαιοπονιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ματαιοπονίᾳ | ταῖς | ματαιοπονίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ματαιοπονίᾱν | τὰς | ματαιοπονίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ματαιοπονίᾱ | ματαιοπονίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ματαιοπονίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ματαιοπονίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματαιοπονία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- αδικοχαμένος κόπος, ματαιοπονία
Πηγές
επεξεργασία- ματαιοπονία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ματαιοπονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.