μαστροδούλεφτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μαστροδούλεφτος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) αυτός που τον έχει επεξεργαστεί κάποιος επιδέξια, με μαεστρία, ο πολύ καλά δουλεμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστροδούλεφτος
|