μαστιχοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστιχοπαραγωγός < μαστίχ(α) + -ο- + -παραγωγός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστιχοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- ο άνθρωπος που παράγει μαστίχα
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | μαστιχοπαραγωγός | το | μαστιχοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | μαστιχοπαραγωγού | του | μαστιχοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | μαστιχοπαραγωγό | το | μαστιχοπαραγωγό | ||
κλητική | μαστιχοπαραγωγέ | μαστιχοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | μαστιχοπαραγωγοί | τα | μαστιχοπαραγωγά | ||
γενική | των | μαστιχοπαραγωγών | των | μαστιχοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | μαστιχοπαραγωγούς | τα | μαστιχοπαραγωγά | ||
κλητική | μαστιχοπαραγωγοί | μαστιχοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μαστιχοπαραγωγός, -ός, -ό
- που παράγει μαστίχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαστιχοπαραγωγός
|