μαρμαροθέτημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρμαροθέτημα ουδέτερο
- η καλυμμένη με μαρμάρινες πλάκες σε διάφορους σχηματισμούς και σχέδια επιφάνεια (τοίχου, δαπέδου κ.λπ.)
- (λόγιο) μωσαϊκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρμαροθέτημα
|