μακροοικονομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακροοικονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική macroéconomique < macroéconomie < αρχαία ελληνική μακρός + οἰκονομικός < οἰκονομία
Επίθετο
επεξεργασίαμακροοικονομικός, ή, -ό
- σχετικός με την μακροοικονομία
- τα μακροοικονομικά μεγέθη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροοικονομικός
|