μακαρονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μακαρονικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική macaronique < παλαιά ιταλική macaron + -ique < αρχαία ελληνική -ικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ka.ɾo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρο‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
μακαρονικός, -ή, -ό
- που καταλαμβάνεται από ξένους όρους, ιδιωματισμούς και αρχαιοπρεπείς λέξεις
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος
- Ὁ χειροῦργος Σταμάτης Πέργκολας προσπαθεῖ νά παρακολουθήσει, νά κατανοήσει τή μακαρονική ἀγόρευση τοῦ καθηγητῆ Λεπίδη, ἀλλά δέν το πουλκαταφέρνει καί δυσανασχετεῖ.
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακαρονικός
|
Πηγές
επεξεργασία
- μακαρονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας