↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακαρονισμός οι μακαρονισμοί
      γενική του μακαρονισμού των μακαρονισμών
    αιτιατική τον μακαρονισμό τους μακαρονισμούς
     κλητική μακαρονισμέ μακαρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακαρονισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική macaronisme < macaronique + -isme < αρχαία ελληνική -ισμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ka.ɾo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κα‐ρο‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακαρονισμός αρσενικό

  • η χρήση αναμίκτων και εξεζητημένων, ιδιωματικών ή ξένων γλωσσικών τύπων με σκοπό τη σάτιρα ή τη δημιουργία λόγιου ύφους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία