μακαρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρονισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική macaronisme < macaronique + -isme < αρχαία ελληνική -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ka.ɾo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακαρονισμός αρσενικό
- η χρήση αναμίκτων και εξεζητημένων, ιδιωματικών ή ξένων γλωσσικών τύπων με σκοπό τη σάτιρα ή τη δημιουργία λόγιου ύφους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακαρονισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- μακαρονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας