Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαιτρέσσα οι μαιτρέσσες
      γενική της μαιτρέσσας
    αιτιατική τη μαιτρέσσα τις μαιτρέσσες
     κλητική μαιτρέσσα μαιτρέσσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαιτρέσσα < (λόγιο δάνειο) γαλλική maîtresse με μεταγραμματισμό προς τη γαλλική ορθογραφία + . Μορφολογικά αναλύεται σε μαιτρ (μετρ) + -έσσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈtɾe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τραίσ‐σα
ομόηχο: μετρέσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαιτρέσσα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία