μαιτρέσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαιτρέσσα | οι | μαιτρέσσες |
γενική | της | μαιτρέσσας | — | |
αιτιατική | τη | μαιτρέσσα | τις | μαιτρέσσες |
κλητική | μαιτρέσσα | μαιτρέσσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαιτρέσσα < (λόγιο δάνειο) γαλλική maîtresse με μεταγραμματισμό προς τη γαλλική ορθογραφία + -α. Μορφολογικά αναλύεται σε μαιτρ (μετρ) + -έσσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈtɾe.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τραίσ‐σα
- ομόηχο: μετρέσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαιτρέσσα θηλυκό
- (παρωχημένο) μη απλοποιημένη γραφή του μετρέσα
Πηγές
επεξεργασία- μαιτρέσσα σελ.4437 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)